κτητωρ

κτητωρ
    κτήτωρ
    -ορος ὅ обладатель, владелец, собственник Anth., Diod., NT.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κτητωρ" в других словарях:

  • κτήτωρ — κτήτωρ, ορος, ὁ (AM) βλ. κτήτορας …   Dictionary of Greek

  • κτήτωρ — possessor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτητόρων — κτήτωρ possessor masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτῆτορ — κτήτωρ possessor masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτήτορα — κτήτωρ possessor masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτήτορας — κτήτωρ possessor masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτήτορες — κτήτωρ possessor masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτήτορι — κτήτωρ possessor masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτήτορος — κτήτωρ possessor masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτήτορσι — κτήτωρ possessor masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτήτορσιν — κτήτωρ possessor masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»